κατοψοφαγῶ

κατοψοφαγῶ
κατοψοφαγέω
spend
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
κατοψοφαγέω
spend
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
κατοψοφαγέω
spend
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
κατοψοφαγέω
spend
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατοψοφαγώ — κατοψοφαγῶ, έω (Α) τρώγω άφθονα φαγητά, κάνω υπέρμετρη κατανάλωση φαγητών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀψο φαγῶ «τρώγω λαίμαργα»] …   Dictionary of Greek

  • κατοψοφαγία — κατοψοφαγία, ἡ (Α) [κατοψοφαγώ] η χωρίς μέτρο απόλαυση στο φαγητό, η αδηφαγία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”